Bracelets

Βραχιόλια με ασήμι 925 και πολύτιμες πέτρες

Earings

Σκουλαρίκια με ασήμι 925 και πολύτιμες πέτρες

Necklaces

Περιδέραια με ασήμι 925 και πολύτιμες πέτρες

Hairpins

Καρφίτσες με ασήμι 925 και πολύτιμες πέτρες

Rings

Δαχτυλίδια με ασήμι 925 και πολύτιμες πέτρες

Special Constructions

Ειδικές κατασκευές με ασήμι 925 και πολύτιμες πέτρες

Sunday, September 28, 2008

Λέων Αφρικανικός




Λέων Αφρικανικός
Σουδάν 1901


Η πινακίδα αυτή, βαλμένη στο κλουβί του
για τους περίεργους του "Ζωολογικού",
πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια
που πέρασαν και πέρασαν,
πόσες φορές δεν βάφτηκε ξανά!

Σε τοσα έτη αιχμαλωσίας
πόσα και πόσα χιλιόμετρα ανυπομονησίας
περπατημένη σε δέκα τετραγωνικά!
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαναν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.

Δεν πιάστηκε δα και μικρός
για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται...
Απεναντίας!-
Η μνήμη του στον τόπο της:

...Εκείνες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ,
οι νύχτες, τότε, οι τόσο φωτεινές..,
οι πρώτοι του έρωτες κάτω απ' τ' άστρα..,
οι θριαμβικές διαδρομές
στα μάκρη της ερήμου,
τα χόρτα απ' όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε...,
οι βράχοι που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε..,
ο ποταμός που ξεδιψούσε,
πού είναι; πού είναι;
πόσος καιρός πέρασε; πόσος καιρός;

Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν:
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές
όσο κι αν πέρσαν τα έτη,
παρ' όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μες στον Παγκόσμιο Πόλεμο

με οικονομίες στις τροφές
και άλλες αθλιότητες.
Το θηριώδες απ' τα μάτια του δεν έφυγε
όσο κι αν πέρασαν τα έτη:
δεμένοι, οι μυς στο σώμα του σφιχτά
κι ωραία πάντα η χαίτη
όσο κι αν πέρσαν τα έτη.

Δεν αγριεύει πια, δεν εξανίσταται
-όχι πως του 'γινε συνήθεια η σκλαβιά
και πως την υποφέρει-
αλλά μονάχα από συναίσθηση περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του.

Η Κυριακή σαν έρχεται το ξέρει
από λεπτή διαίσθηση,
την έμαθε, με το συνωστισμό της,
με τ' αναιδή κυνάρια στην κυριών τις αγκαλιές
πόρχονται και γαβγίζουνε έξω από το κλουβί του,
που χαίρονται τον κόσμο
ενώ διαρκώς πεθαίνει...

Δεν πιάστηκε δα και μικρός
για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται...

...Ω νύχτες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ
κάτω από τ' άστρα!

(κι ω τύχη του τόσο όμοια
με κάποιες των ανθρώπων!)

.................
Ο Αλέξανδρος Μπάρας (το πραγματικό του όνομα ήταν Μενέλαος Αναγνωστόπουλος)γεννήθηκε το 1906 στην Κωνσταντινούπολη, και πέθανε το 1990 στην Αθήνα. Εργάστηκε ως Διπλωματικός υπάλληλος σε διάφορες πρεσβείες και προξενεία σε όλη την Ευρώπη, καθώς και στην Αφρική, την Αμερική και την Ασία, και διακριθηκε κυρίως για το μεταφραστικό του έργο, ωστόσο το 1984 τιμήθηκε με το 1ο Κρατικό βραβείο Ποιήσεως, για το έργο που εκδόθηκε σε μία συγκεντρωτική έκδοση το "Άθροισμα".
Συνολικά εξέδοσε 4 ποιητικές συλλογές καθώς και μια συλλογή διηγημάτων τις "Φάσεις"
Το συγκεκριμένο ποίημα, ανήκει στην 1η του ποιητική συλλογή, τις "Συνθέσεις" (1933)

Sunday, September 21, 2008

Πίσω από τα κάγκελα




Την Πέμπτη που μας πέρασε, διάβασα στην 2η σελίδα της τοπικής εφημερίδας «Ταχυδρόμος», την στήλη «Συστημένο γράμμα» που γράφει ο εκπαιδευτικός Φάνης Τριανταφύλλου…Το κείμενό του με συγκίνησε πολύ, και αποφάσισα να του ζητήσω την άδεια να το αναρτήσω στο μπλογκ μου, την οποία και μου έδωσε…Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του και να του αφήσετε τα σχόλιά σας, στο mail του: Fanis@Taxydromos.gr .

Πίσω από τα κάγκελα


Πίσω από τα κάγκελα του απέναντι μπαλκονιού είναι ένα αγόρι- τόσο μικρό που η κουπαστή είναι ψηλότερή του- και κάθε απόγευμα, όταν πέφτει ο ήλιος, παραφυλάει τον κόσμο που ανεβοκατεβαίνει το δρόμο μαλακά κι αθόρυβα.
Δεν κατεβαίνει ποτέ στον δρόμο. Κρεβάτι, σαλόνι, κουζίνα, μπαλκόνι.
Ένα μικρό μαραμένο μπουμπούκι. Το βλέπω να ακουμπάει το μάγουλο στα κάγκελα και να κοιτάζει τον απέναντι τοίχο, μπλαστρωμένο με αφίσες…Σωπαίνει…
Η μητέρα του: Γυρίζει από τη δουλειά με στραγγισμένη όλη της τη δύναμη. Δεν ξαναβγαίνει από το σπίτι. Τη βλέπω από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας να ετοιμάζει το φαγητό. Φοράει μια φανελένια ρόμπα που τη σιχαίνομαι κι αυτά είναι όλα όσα ξέρω για τη μητέρα του, εκτός από το ότι κάποιες στιγμές βγαίνει στο μπαλκόνι και ρίχνει στο αγόρι μια κλεφτή ματιά.
Ο πατέρας του: Έρχεται πάντα μετά τις εννιά. Η εικόνα του είναι πάντα κομμένη στη μέση, εξ αιτίας του ότι κάθεται στο σαλόνι και παρακολουθεί ειδήσεις τρώγοντας. Τελείως καραφλός, στρογγυλό κεφάλι, μεγάλα αναιμικά αυτιά, σιγανή, ελαφρά χαιρέκακη φωνή, χρωματισμένη με μπόλικο θράσος. Ποτέ δε βγαίνει στο μπαλκόνι, ούτε για να πει στο αγόρι μια καλησπέρα.
«Λοιπόν, έτσι θα είναι ο κόσμος εκεί έξω» θα σκέφτεται το αγόρι βλέποντας τους περαστικούς «κι έτσι είναι ο κόσμος εκεί μέσα», ακούγοντας περισσότερο παρά βλέποντας τον πατέρα του να συνεχίζει το φαγητό και τη μητέρα του να πηγαινοέρχεται στην κουζίνα. Μου φαίνεται πως όλη του η ζωή έχει περάσει πίσω από τα κάγκελα μέχρι που πέφτει το σκοτάδι και ένα αδιάφορο χέρι το τραβάει μέσα.
Τι γίνεται όμως εκεί μέσα; Αναρωτιέμαι. Μικρό πουλί… Αδύναμα φτεράκια…, άτσαλο, απρόθυμο πέταγμα… Κατά κάποιον τρόπο καταλαβαίνω ότι η ψιλή φωνούλα του αναστατώνει τους γονείς. Καταλαβαίνω ακόμα ότι αποφεύγουν τα μεγάλα επίμονα μάτια του.
Το σαλόνι είναι ένα άσπρο δωμάτιο κρεμασμένο μέσα στη νύχτα. Το φασματικό φως της τηλεόρασης αναβοσβήνει στο ταβάνι και τους απέναντι τοίχους. «Ακόμα εδώ είσαι;» ακούγεται η φωνή της μητέρας. «Ώρα για ύπνο!». Η σκιά του αγοριού κινείται μέσα στο οινοπνευματώδες φως. «Γρήγορα στο κρεβάτι!» ακούγεται ο πατέρας. Το αγόρι τώρα θα ξεψυχάει μπροστά στα μάτια τους, η φοβερή φωνή τους θα το σκοτώνει, τα τεντωμένα κεφάλια των γονιών του θα το περιεργάζονται ανυπόμονα, η καρδιά του θα χτυπάει μουδιασμένα…
Σήμερα το απόγευμα κρέμασαν στο μπαλκόνι ένα κλουβί. Ά, πόσο περίεργα κοίταξε το αγόρι εκείνο το απερίγραπτα μαλακό κορμί του πουλιού, με τα λεπτά σαν καρφίτσες ποδαράκια και με το ράμφος ερμητικά κλειστό. Η μητέρα πηγαινοέρχεται στην κουζίνα, ο κόσμος ανεβοκατεβαίνει το δρόμο, ο πατέρας τρώει και παρακολουθεί ειδήσεις, στη γωνιά εξακολουθεί να στέκεται αμήχανο το κακομοιριασμένο δέντρο, τα αστέρια στριμώχνονται στον ουρανό και, νομίζω, το αγόρι ήρθε η ώρα να τραγουδήσει σιωπηλά πρώτη φορά , μάλλον να ακούσει μια σιωπηλή φωνή μέσα σ’ ένα κλουβί –τη φωνή του.

Thursday, September 18, 2008

Επινίκια (πρώην Ατιτλο που ζητούσε τίτλο)



Δυσκολεύομαι τον τελευταίο καιρό, να βρω ικανοποιητικούς τίτλους για τα ποιήματά μου...Κανονικά θα έπρεπε ίσως να τα αφήσω να ανασάνουν μόνα τους, αλλά καμιά φορά, το να μην υπάρχει τίτλος, είναι σαν να είναι άνευ κυρίου ονόματος (που λένε...)
Γι αυτό, βοηθήστε φίλοι!!! Δέχομαι προτάσεις...

Επινίκια


Τα λόγια σου ήρθαν σαν καλοκαιρινή βροχή
πάνω σε γη διψασμένη
Αύγουστο μήνα,
την ώρα που τα χελιδόνια
κυνηγούσαν μεσούρανα τιτιβίζοντας
αποζητώντας κι εκέινα, λίγη δροσιά...
Κι όπως ανέβαινε στην επιφάνεια
η ευωδιά του ζεστού σώματος
σα να ανοίγει ένα κουτί με παιδικούς θησαυρούς
εξισώθηκα με το θείο,
αντί να παραδέρνω πια ανερμάτιστη...

Κι εκεί που σκάνε οι αφρισμένες δαντέλες του κύμματος
καθώς τα αστέρια θα στροβιλίζονται στις αένεες τροχιές τους
και θ' αφήνουν τα ίχνη τους να σβήσουν
μέσα στ' αστραφτερά πελάγη,
θα μαζέψω στην σκοτεινή ακτή σου,
τα πετράδια της θάλασσας, κομμάτια πόθους,
ίασπη και σερπεντίνη, χαλαζία και ροδοχρωσίτη,
να τα κρεμάσω στον λαιμό μου σαν τρόπαια,
πριν αφεθώ στον φλοίσβο σου...

Monday, September 15, 2008

Travelling light


Νομίζω οτι το άκουσα από τον Τζακ Νίκολσον σε μια ταινία όπου έπαιζε με την Νταϊάν Κίτον και τον Κιάνου Ριβς (μου διαφεύγει ο τίτλος αυτή τη στιγμή), μια κωμωδία με ένα μεσήλικα μουσικό παραγωγό που έβγαινε με την νεαρή κόρη -επί οθόνης- της Κίτον, και παθάινει έμφραγμα λόγως βιάγκρα, και η μητέρα αναγκάζεται να τον φιλοξενήσει για μερικές μέρες στο εξοχικό της...Η ταινία ήταν όντως πολύ αστεία (και ο Ριβς ήταν ένας κούκλος), αλλά η έκφραση (travelling light) χρησιμοποιούνταν με την έννοια της μη σοβαρής δέσμευσης του Νίκολσον με τις νεαρές -ερωτικές- παρτενερ του, όμως εγώ , θα το χρησιμοποιήσω κυριολεκτικά...
Αυτό το Σ/Κ λοιπόν, το πέρασα καθαρίζοντας τις ντουλάπες μου ενόψει του ταξιδιού...Πέταξα πολλά πράγματα, ρούχα και παπούτσια, όπως το κεντημένο περσινό μου τζιν, και τα κόκκινα μπαλαρινάκια που δεν επέζησαν τελικά, της νεροποντής...Αλλά κυρίως, έβγαλα και έδωσα τα ρούχα που δεν μου έκαναν και παρόλα αυτά τα κράταγα ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα ξαναχωρέσω σε αυτά...Υπέροχα μαύρα φορέματα με ασορτί πασμίνες και αξεσουάρ, αέρινες φούστες και βραδυνά μπλουζάκια, ταγιεράκια και κοστούμια που έπιαναν χώρο και δεν αποφάζιζα να αποχωριστώ...
Οι φίλες μου στις οποίες απευθύνθηκα, προσπάθησαν να με μεταπείσουν, μάλλον για να με παρηγορήσουν που δυσκολεύομαι να χάσω βάρος, αλλά για ποιον λόγο να τα κρατώ πια; Έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο να τα πάρω μαζί μου στο ταξίδι, και εξάλλου οι μόδες περνάνε, χαμένα θα πήγαιναν, κλεισμένα στη ντουλάπα...Τα φόρτωσα κι εγω σε 3 μεγάλες τσάντες και τους τα παρέδωσα, ας τα κάνουν εκείνες ό,τι θέλουν...Ήδη τα ρούχα και τα παπούτσια που θα πάρω μαζί μου, είναι αρκετά, και για το καλοκαίρι που θα συναντήσω φτάνοντας εκεί, αλλά και για τον επερχόμενο χειμώνα...Για να μην μιλήσω για τα κοσμήματα και για τα πιο αγαπημένα από τα βιβλία μου που επίσης θα πάρω στο ταξίδι...
Μόνον σε μια βαλίτσα ο καθένας μας λοιπόν (κι όχι όπως ο μπρούτζινος κύριος της φωτογραφίας), θα βολέψει αυτά που θεωρεί απαραίτητα, και θα ταξιδέψουμε με ελαφρές αποσκευές και (μάλλον) με βαριά καρδιά και ίσως τύψεις- για αυτούς που θα αφήσουμε πίσω-, αλλά και με πολλά όνειρα, για αυτά που θα ζήσουμε εκεί...

Tuesday, September 9, 2008

Επέτειος


Κανονικά, μόλις 3 μέρες μετά την προηγούμενη ανάρτηση και με δεδομένα τα προβλήματα της σύνδεσης στο σπίτι (ακόμα τα ίδια, φίλοι μου...), δεν θα ανέβαζα νέο ποστ...Όμως σαν σήμερα, πριν από 13 χρόνια, παντρευτήκαμε με τον Antifash, και έχουμε την επέτειό μας...Για το λόγο αυτό, αποφάσισα να του ξανα-αφιερώσω ένα από τα πρώτα μου ερωτικά ποιήματα, που είχα γράψει πριν από 17 χρόνια, όταν πρωτογνωριστήκαμε...


Ενα flash-back, θα είναι λοιπόν αυτό, από την εποχή που ερχόταν έξω από τον Σκοπευτικό σύλλογο, να με πάρει για βόλτα με τη μηχανή, μετά την προπόνηση... Αυτός ήταν και ο πρωτότυπος τίτλος του ποιήματος, αν και στην πορεία τον άλλαξα στον σημερινό...

Μεγάλο ερωτικό
Καθώς περιμένεις να 'ρθει η ώρα
κάτω απο τα βαριά πεύκα
που η ανάσα τους θαμπωνει τα δακρυσμενα συννεφα,
μπροστά στο φως απ' το χαμόγελό σου,
η μέρα μου στέκεται,
και σου ζητά να μ' αγαπήσεις.

Ακόμα κι αν πονάς
εγώ, θα έρθω,
θα διαπεράσω σαν βέλος το σκοτάδι
τη σιωπή, πριν απ' την καταιγίδα,
πριν τα σύννεφα να κλάψουν.
Όμως, μεσ' απ' τη μοναξιά του σωματός σου,
του λεπτού κορμιού σου που βλέπω
να διαγράφεται στο ταραγμένο νερό,
καταλαβαίνω,
πως ακόμα κι αν σε καλύψω απόλυτα
όπως οι κόκκοι της άμμου την παραλία,
εντός σου
πάλι μόνος θα είσαι, ερμητικός
και τα χείλια σου
δε θα ψιθυρίσουν τ' ονομά μου
με τον ήχο που θέλω,
ούτε ο κορμός σου θα λυγίσει αρκετά,
ώστε να πάρω πνοή απ' την πνοή σου.

Πέρα απ' τη μνήμη,
η αγάπη πονάει περισσότερο
και η βροχή,
δεν πέφτει σαν το βάλσαμο στη στεγνή γη
μα σαν το χτύπο του χρόνου που περνά αμετάκλητα,
τρυπάει τη σάρκα και κατακαίγει την πληγή,
το οξύ,
του έρωτα._

Saturday, September 6, 2008

Ο Μπούμπης βρήκε σπίτι!!!


Πρίν από 4 μήνες, ένα απόγευμα Παρασκευής, οι κόρες μου έγιναν μάρτυρες ένος τροχαίου ατυχήματος που είχε για θύμα του, ένα αδέσποτο σκυλάκι, γνωστό στη γειτονιά, τον Μπούμπη...Το σεττεράκι αυτό, χτυπήθηκε και εγκαταλείφθηκε και καθώς δεν υπάρχει προβλεψη για τη φροντίδα και την προστασία των αδέσποτων της περιοχής, αγγάρεψα τον άντρα μου να το μεταφέρει στον κτηνίατρό μας, ο οποίος το έραψε και το φρόντισε, και μας έδωσε οδηγίες για τη θεραπεία του...
Ο Μπούμπης αποδείχτηκε εξαιρετικός ασθενής και φιλοξενούμενος, καθώς ήταν απολύτως συνεργάσιμος, δεν λέρωνε σε εσωτερικό χώρο, δεν γαύγιζε, δεν έκλαιγε (παρά τους πόνους του) και εν καιρώ, γιατρεύτηκε εντελώς...Ήταν πολύ φιλικός με τα παιδιά, καθόταν πάντα καμαρωτός στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, και είχε μια ανεξήγητη αντιπάθεια στο πλύσιμο, ωστόσο καθαριζόταν πάντα μόνος του...
Επειδή οι τρόποι του υποδείκνυαν οτι ήταν ένα σκυλί από σπίτι, έψαξα με αγγελία να βρω τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του, χωρίς όμως επιτυχία...Επίσης έδωσα και μια αγγελία για την υιοθεσία του, αλλά επίσης χωρίς αποτέλεσμα...Και πέρασε το καλοκαίρι, και πριν από λίγες μέρες, ξαναδημοσίευσα την αγγελία για υιοθεσία...Και την επόμενη το πρωί, μου τηλεφώνησε ένας πολύ ευγενικός κύριος, ο οποίος μου είπε οτι τον ήθελε για συντροφιά -οχι για κυνήγι, παρότι είναι καθαρόαιμο αγγλικό σέττερ- και πραγματικά, ήρθε και τον είδε...
Μόνον καλά λόγια άκουσα, για το ψυχοπαίδι μου: "Τί καλό παιδί που είναι", "τί κούκλος", "πόσο γεροδεμένος είναι...", μαζί και τις μαγικές λέξεις: "Τον παίρνω τώρα!!!" Έδωσα στον άνθρωπο όλες τις προμήθειες που είχα κάνει από τροφές για το Μπούμπη, τα μπισκότα που του άρεσαν, το λουρί για τη βόλτα, τον αγκαλιάσαμε και τον φιλήσαμε, τον βάλαμε να καθήσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του νέου του ιδιοκτήτη, και τον χαιρετήσαμε...
Να είναι καλά το αγόρι μας στη νέα του ζωή...

Tuesday, September 2, 2008

Πρωτοβρόχια



Κάθε Κυριακή, εδώ και 3 χρόνια, έχω την πρωινή βάρδια στο Σταθμό...Τη ζήτησα μόνη μου, είναι ευκαιρία για περπάτημα, καθώς γενικά ξυπνάω νωρίς, για περισσότερη σιγουριά βέβαια, βάζω καλού- κακού, το ξυπνητήρι...Έτσι και προχθές το πρωί, χτύπησε η αφύπνιση του κινητού στις 6.30, αλλά δεν είχα όρεξη να σηκωθώ -ποιος σηκώνεται έτσι κι αλλιώς τόσο πρωί την Κυριακή- άνοιξα τελικά τα μάτια μου στις 7.20...
Ετοιμάστηκα τρέχοντας για το λεωφορείο, τις Κυριακές περνάει ανα μισάωρο, εντελώς άβαφτη -ποιος θα με δει τέτοια ώρα, σκέφτηκα- κοίταξα και για καμιά ομπρέλα, βρήκα τελικά μια μικρή με το λογότυπο του 2004, άσχετη εντελώς με τα ρούχα μου, -φορούσα μαυροκόκκινα- αλλά δεν περίμενα και καμιά σοβαρή βροχή...
Με το που κατέβηκα από το λεωφορείο, έπιασε ένα ψιλόβροχο, αλλά σκασίλα μου, δεν είμαι από ζάχαρι να λιώσω, έκανα τη βάρδια μου και ξεκίνησα να φύγω...Φτάνοντας στη γωνία, είδα το λεωφορείο να περνάει...Αντί λοιπόν, να περιμένω ένα μισάωρο, είπα να το πάρω με το πόδι, μέχρι το κέντρο, κι από κει να πάρω το επόμενο- κάπου 1 1,2 χιλιόμετρο μακριά δηλαδή, να δω και τα μαγαζιά...Συνέχισε να βρέχει ελαφρά, μου την πέφτει κι ένας τύπος -"κοπελιά, κοπελιά να σου πω...", -που με βρήκε ρε γμτ πρωί-πρωί, είπα και 'γω από μέσα μου-, τον έγραψα κανονικά και μπήκα στην Ερμού, από βιτρίνα σε βιτρίνα, έφτασα στη στάση...Και με το που μπήκα στο λεωφορείο, ανοίξανε οι ουρανοί...
Τί να σου κάνει η ομπρελίτσα, ήτανε και μπλέ...Παπάκι έγινε το Αρτανάκι, τα κόκκινα μπαλαρινάκια έγιναν βατραχοπέδιλα, μούλιασε το γαλλικό πεντικιούρ...Τσαλαβουτώντας γύρισα σπίτι, 2 τετράγωνα μακριά από τη στάση...Και μείναμε χωρίς ρεύμα -λόγω κεραυνών- μέχρι το απόγευμα, το βουνό κατέβηκε και έκλεισε το δρόμο στις παρυφές της Αγριάς, η Νεάπολη πλημμύρισε, ποτάμια κατέβαιναν από τους δρόμους...

Τα πρωτοβρόχια ήρθαν στην ώρα τους, άσχετο αν πνίγηκε και πάλι η πόλη, αν και καλά προετοιμασμένη -κατά πώς λένε οι δημοτικοί άρχοντες της περιοχής...
Αλλά οι πελαργοί έφυγαν, και τα χελιδόνια φέυγουν κι εκείνα, σιγά -σιγά...Και τα καλοκαιρινά μας, θα μπούνε κατευθείαν στις βαλίτσες για το ταξίδι...