Είναι ένα ποίημα ακόμα πιο σκοτεινό και πεσιμιστικό από το προηγούμενο, και σχετικά παλιό, οφείλω να παραδεχτώ...Ανήκει στα ποιήματα εκείνα που έχουν ξαναδουλευτεί πολλές φορές, μέχρι πια να μην μπορεί να προστεθεί ή να αφαιρεθεί, ούτε μία λέξη, ούτε ένα κόμμα, ούτε μια τελεία...
Στον σύντροφο Καρυωτάκη
Από την πιο μεγάλη μέρα αριθμώντας μ’ ελλειπτική διάθεση
τ’ αμφίδρομα ρήματα στη στενωπό του χρόνου
θ’ άφηναν τα σημάδια τους
στα ωχρόχρωμα κατάστιχα παλιών δεσμών που έσβησαν
και άνοιξαν προσωπικές διαφορές κι άρρωστα πάθη
που τα λευκά βράδια αυξάνουν περισσότερο, σε όγκο και μέγεθος.
Η πίστη του ανθρώπου είναι ο θάνατος
και η γνώση του αδιαμφισβήτητου της ενοχής του
για εγκλήματα που ίσως δεν τελέστηκαν ποτέ,
μα μόλεψαν για λίγο το μυαλό που προμελέτησε τον τρόπο.
Κι όταν θα εκμηδενιστεί η ανάγκη για εκδίκηση
και οι αέναες βεντέτες της ανταπόδοσης απ’ όλα τα πιθανά μέλλοντα,
η τέλεια διάψευση της ανατροπής της πρόθεσης
θα είναι η λάμψη του μίσους που θ’ αντέξει μεσ’ τα μάτια,
θα επιπλεύσει πάνω από όλα τα αγγίγματα
και ανεμπόδιστη θα συνεχίσει να περιφέρει τη σκοτεινή της ύπαρξη
μέσα στους νευρώνες και τις αποφυάδες τους,
ως να κυριαρχήσει ξανά.
Το λάθος και η λαχτάρα του είναι ο έρωτας,
η δημιουργία και η απόλυτη ισοπέδωσή του,
η εθελούσια καταδίκη του,
ο παραλογισμός που απλώνει μέσα στο μυαλό, πάνω στα στήθη,
στις καμένες κόχες των ματιών του, στα σκισμένα, διψασμένα χείλια,
και η ζήλια, που ξεδιπλώνει τα συρμάτινα πλοκάμια της
και ζητά από την ανάστερη νύχτα, την επιβεβαίωση
και τους χίλιους μικρούς θανάτους που προσδοκάς.
Στους ξέπνοους ψίθυρους του πρωινού,
θ’ αναγνωρίζεις τον υγρό φλοίσβο του πάθους που ξεθώριαζε,
σε μια διαρκή αναζήτηση της υπέρτατης συγκίνησης,
του αποτρόπαιου έρωτα και του απύθμενου μίσους,
στ’ ανεξερεύνητα μονοπάτια της ηδονής και της απεχθούς εξάρτησης
του λάγνου δέρματος των μαλακών μορίων.
Καθώς τα κορμιά αυτοκαταστρέφονται
και ξαναγεννιούνται καταβροχθίζοντας το χρόνο που κυλά ανάποδα,
στην άγνωστη διάσταση που ανοίγεται επικίνδυνα θελκτική και μυστήρια,
ως δύστυχα λεπιδόπτερα παγιδεύονται στους ιστούς της,
και παραμένουν αιχμάλωτα και συσκευασμένα θύματά της,
το γυμνό γεύμα της σαρκοβόρου κανιβαλιστικής μανίας της.
Εκκεντρικέ καημέ της στιγμιαίας έκστασης,
των αδηφάγων σωμάτων που παλεύουν και απομυζούν εαυτούς και ξένους
με μόνο αυτοσκοπό την πλήρωση του ενστίκτου,
ας ήταν να εξέλειπες του κόσμου τούτου,
ν’ απελευθέρωνες τους είλωτες από την εκμετάλλευση του πόθου
και των ανομολόγητων επιθυμιών.
Και τότε άφυλοι και ασεξουαλικοί όπως οι άγγελοι στον Παράδεισο,
σα μουνουχισμένα όντα που διαθέτουν μόνο ουρήθρα,
θα μαραθούμε και θα θρυμματιστούμε κατάξεροι,
οι ιδανικοί αυτόχειρες της Πρέβεζας.